Οι παρατηρητές, οι αναλυτές και οι πολιτικοί συμφωνούν πως το καθεστώς του Άσαντ είναι καταδικασμένο και πως η πτώση του είναι ζήτημα χρόνου. Κι αν το καθεστώς κατάφερνε να νικήσει ακόμη μια φορά τον λαό του; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στη Συρία, στην περιφερειακή και τη διεθνή σκηνή;

Για να αξιολογηθούν αυτές οι επιπτώσεις, γράφει στη Liberation ο Σύρος συγγραφέας Μουσταφά Χαλιφέ που πέρασε 13 χρόνια στις συριακές φυλακές και σήμερα ζει εξόριστος στη Γαλλία, πρέπει να επισημανθούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του καθεστώτος. Πρώτα απ’ όλα, είναι μια ακραία βιαιότητα, που συνοδεύεται από ένα πνεύμα εκδίκησης («εγκληματική φύση του καθεστώτος», όπως λέει η αντιπολίτευση). Ύστερα, μια αλαζονεία που το εμποδίζει να κάνει την παραμικρή παραχώρηση υπό πίεση. Καθώς η «νίκη» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με μια κλιμάκωση της καταστολής, το καθεστώς θα κρίνει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο εσωτερικό της χώρας. Όσοι νομίζουν ότι το καθεστώς θα βγει αποδυναμωμένο από αυτή την αντιπαράθεση κάνουν λάθος, γιατί δεν πρόκειται για μια σύγκρουση με τον εξωτερικό εχθρό, αλλά με τον λαό.

Κάθε ανάλυση της κατάστασης στη Συρία μετά τη νίκη του καθεστώτος πρέπει να λάβει υπόψη της τη θρησκευτική διάσταση και την εκμετάλλευσή της από τον Άσαντ. Το καθεστώς εκμεταλλεύεται τους φόβους του πληθυσμού για να παίρνει με το μέρος του διάφορα στρώματα του πληθυσμού, περιλαμβανομένων των στρατιωτικών, πολιτικών και πνευματικών ελίτ.

Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός πως το καθεστώς ανήκει στη μειονότητα των Αλεβιτών αποτελεί το πρώτο αδύνατό του σημείο. Το δεύτερο είναι ότι δεν ελέγχει πλήρως το οικονομικό παιχνίδι, ή εν πάση περιπτώσει δεν το ελέγχει όσο τους τομείς της πολιτικής, του στρατού και της ασφάλειας. Παρόλο που το καθεστώς έχει γίνει η πρώτη καπιταλιστική επιχείρηση της χώρας και πολλοί αλεβίτες επιχειρηματίες επωφελούνται από τη διαφθορά, τα ιδιωτικά κεφάλαια στη Συρία παραμένουν στα χέρια της σουνιτικής και χριστιανικής αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η χριστιανική αστική τάξη συνιστά το 15% με 20% της αστικής τάξης της χώρας, παρόλο που οι χριστιανοί δεν αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5% του πληθυσμού. Το καθεστώς αναγκάζεται έτσι να κάνει παραχωρήσεις στους εμπόρους και τους βιομήχανους προκειμένου να τους έχει με το μέρος του.

Όσο για τα ισχυρά χαρτιά του καθεστώτος, βασίζονται κυρίως στον κατασταλτικό μηχανισμό με τις τρεις συνιστώσες του: τις επίλεκτες μονάδες του στρατού που διοικούνται από τον Μάχερ αλ-Ασαντ (αδελφό του προέδρου), τις ομάδες των σαμπίχα (πολιτοφυλάκων), που στελεχώνονται κυρίως από Αλεβίτες, και τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι ομάδες αυτές μοιάζουν όλο και περισσότερο στη συμπεριφορά τους, αφού όλες επιδίδονται σε σφαγές και λεηλασίες. Τα άλλα ισχυρά χαρτιά του καθεστώτος είναι οι εξωτερικοί του σύμμαχοι (Ιράν, Ιράκ και Λίβανος), η αδυναμία και συνενοχή της διεθνούς κοινότητας και οι δισταγμοί των αραβικών χωρών, παρόλο που είναι οι πρώτες που απειλούνται από τη συμμαχία της «σιιτικής ημισελήνου» (Ιράν-Ιράκ-Συρία-Λίβανος).

Στηριζόμενο σε μια δύναμη 300.000 ανδρών εξοπλισμένων από τους Ρώσους και τους Ιρανούς – γράφει ο Μουσταφά Χαλιφέ – ένα νικηφόρο καθεστώς θα προσπαθούσε να εκδικηθεί τους διαδηλωτές και τους αντιστασιακούς και να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο της χώρας, ιδίως τον ιδιωτικό τομέα. Στο διεθνές επίπεδο, η «σιιτική ημισέληνος» θα μετατρεπόταν σε μια πολιτική και στρατιωτική συμμαχία, που θα επεκτεινόταν μέχρι τα σύνορα με το Αφγανιστάν και την κεντρική Ασία, θα αποτελούνταν από 130 με 150 εκατομμύρια κατοίκους, θα είχε ικανότητα άντλησης 6 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου την ημέρα και θα στηριζόταν σε μια στρατιωτική δύναμη άνω των 2 εκατομμυρίων ανδρών. Η συμμαχία αυτή θα ανέτρεπε τις περιφερειακές ισορροπίες και θα αποτελούσε πηγή μόνιμης έντασης.